- κορωνιόωντα
- κορωνιάωarch the neckpres part act neut nom/voc/acc pl (epic)κορωνιάωarch the neckpres part act masc acc sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορωνιώ — κορωνιῶ, άω (Α) [κορωνίης] 1. κυρτώνομαι («κορωνιόωντα πέτηλα», Ησίοδ.) 2. (για άλογο) κάμπτω τον τράχηλο 3. (για πρόσ.) υπερηφανεύομαι, καμαρώνω («ἐκορωνία καὶ παρετρίβετο πρὸς τοὺς ἐπιφανεῑς ἄνδρας», Πολ.) … Dictionary of Greek